Ηλεια

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

1.1. Το πρόβλημα των δασικών πυρκαγιών

Οι δασικές πυρκαγιές είναι πολύπλοκα φαινόμενα τα οποία λαμβάνουν χώρα ως αποτέλεσμα φυσικών και ανθρώπινων δραστηριοτήτων. Η αδυναμία ελέγχου μιας πυρκαγιάς οδηγεί συχνά σε εκτεταμένες ζημιές και για το λόγο αυτό τα φαινόμενα αυτά αποκαλούνται “φυσικές καταστροφές”. Ο όρος “φυσική καταστροφή” έχει οριστεί με τους εξής τρόπους (Λέκκας 2000):

• Τα στοιχεία εκείνα του φυσικού περιβάλλοντος που είναι βλαβερά για τον άνθρωπο και προκαλούνται από δυνάμεις ξένες και άγνωστες σε αυτόν.

• Η πιθανότητα εμφάνισης ενός δυνητικά καταστροφικού γεγονότος μέσα σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο και σε μια συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή.

• Μια φυσική ή ανθρωπογενής γεωλογική κατάσταση ή φαινόμενο κατά την οποία παρουσιάζεται πραγματικός ή δυνητικός κίνδυνος για την ανθρώπινη ζωή ή τις περιουσίες.

Η διαχείριση κάθε φυσικής καταστροφής θέτει τη λήψη προληπτικών μέτρων ως ένα βασικό στοιχείο, ώστε, όταν προκύψει το φαινόμενο, να εκτονωθεί μέσα στα όρια των μέτρων και των υποδομών του προκατασταλτικού σχεδιασμού και η συμπεριφορά του να μην ξεπεράσει τις δυνατότητες του μηχανισμού καταστολής.

Οι πυρκαγιές αποτελούν μια από τις σημαντικότερες φυσικές καταστροφές που συντελούνται στον Ελλαδικό χώρο και γενικότερα σε περιοχές με Μεσογειακού τύπου οικοσυστήματα (Salas and Chuvieco 1994). Παράλληλα όμως, οι πυρκαγιές αποτελούν και ένα σημαντικό παράγοντα στην εξέλιξη των μεσογειακών οικοσυστημάτων των οποίων αποτελεί βασικό στοιχείο και φυσικό μηχανισμό λειτουργίας. Έτσι, πολλά φυτά έχουν αναπτύξει μηχανισμούς προσαρμογής, έτσι ώστε να επιβιώνουν κατά τη διάρκεια της πυρκαγιάς (Μάργαρης 1993).

1.2 Επιπτώσεις των πυρκαγιών στο φυσικό και ανθρωπογενές περιβάλλον

Σύμφωνα με τον Smith (2000), η αντίδραση των διαφόρων ειδών πανίδας σε μια πυρκαγιά επηρεάζεται από την εποχή, τη δριμύτητα, την ένταση, το ρυθμό εξάπλωσης και το μέγεθος της πυρκαγιάς. Οι επιπτώσεις στην πανίδα συμπεριλαμβάνουν τραυματισμούς, θανατώσεις και μετανάστευση, ενώ τα άτομα που έχουν περιορισμένη κινητικότητα, όπως τα νεαρά, είναι πιο ευπαθή από τα αναπτυγμένα. Επίσης, αρκετά σημαντικές επιδράσεις προκαλούνται στον πληθυσμό αλλά και στις κοινότητες της πανίδας (Singer and Schullery 1989). Έπειτα από μια πυρκαγιά παρατηρείται συνήθως  αύξηση της παραγωγικότητας και της διαθεσιμότητας των νιτρικών στους βοσκότοπους. Αυτές οι αλλαγές έχουν ως αποτέλεσμα να αυξάνονται μεν σημαντικά οι πληθυσμοί των φυτοφάγων ζώων, να μετριάζεται δε η ικανότητα προσαρμογής και ανάπτυξής τους στο καινούργιο μεταπυρικό περιβάλλον. Τα είδη που ευνοούνται κυρίως από τη φωτιά είναι τα αρπακτικά πουλιά, επειδή μειώνονται οι τρόποι κάλυψης των θηραμάτων τους (Smith 2000). Επίσης, αν και ο πληθυσμός των μεγάλων σαρκοφάγων και παμφάγων ειδών μεταβάλλεται λίγο μετά από μια φωτιά, εντούτοις αναπτύσσεται εκ νέου στις πρόσφατα καμένες περιοχές λόγω της μεγαλύτερης ποσότητας θηραμάτων. Γενικά, έπειτα από τη λήξη μιας πυρκαγιάς παρατηρείται αναδιοργάνωση στις κοινότητες των ζώων -αύξηση μερικών ειδών και μείωση άλλων- η οποία σχετίζεται άμεσα με το μέγεθος των αλλαγών που έχει υποστεί η βλάστηση της περιοχής.

Από την άλλη πλευρά, οι επιπτώσεις της φωτιάς στη χλωρίδα εξαρτώνται τόσο από τα χαρακτηριστικά της φωτιάς όσο και από το είδος της χλωρίδας (Brown and Smith 2000). Η συμπεριφορά και η διάρκεια της πυρκαγιάς, η ποσότητα της καύσιμης ύλης που καταναλώθηκε και η θερμοκρασία που δημιουργήθηκε στο υπέδαφος επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό τον τραυματισμό και τη θνησιμότητα των φυτών καθώς και τη μετέπειτα ανάκαμψή τους. Η μεταπυρική αντίδραση των φυτών διαφοροποιείται ανάλογα με το είδος τους και εξαρτάται από τη φυσιολογία των χαρακτηριστικών τους αλλά και από τα προσαρμοστικά μέσα τα οποία διαθέτουν.

Η βλάστηση σε μεσογειακού τύπου οικοσυστήματα έχει αναπτύξει μηχανισμούς προσαρμογής που της επιτρέπει να επιβιώσει μετά από μια πυρκαγιά (Μάργαρης 1993). Το κάθε είδος έχει αναπτύξει τέτοιους μηχανισμούς ώστε, είτε να μπορέσει να επιβιώσει στις υψηλές θερμοκρασίες που αναπτύσσονται, είτε να ενεργοποιήσει τους μηχανισμούς της αναπαραγωγικής διαδικασίας του (Pausas and Vallejo 1999). Για παράδειγμα, τα αείφυλλα σκληρόφυλλα ενεργοποιούν τους οφθαλμούς που βρίσκονται κάτω από το έδαφος λόγω της υψηλής θερμοκρασίας ενώ τα πεύκα αναπαράγονται λόγω των σπόρων που διασπείρονται από τους κώνους μετά από μια πυρκαγιά.

Σχετικά με τις επιπτώσεις των πυρκαγιών στον άνθρωπο, μπορούν να είναι άμεσες ή έμμεσες. Κύρια άμεση επίπτωση είναι η απειλή της ζωής τους καθώς αρκετοί είναι αυτοί που χάνουν τη ζωή τους ή τραυματίζονται προσπαθώντας να διαφύγουν από μια καιόμενη περιοχή, ενώ απώλειες υπάρχουν και στο προσωπικό που ασχολείται με την κατάσβεση. Στις έμμεσες επιπτώσεις, περιλαμβάνονται οι απώλειες στις ανθρώπινες περιουσίες ενώ η δημιουργία τοπίων καταστροφής επηρεάζει αρνητικά την ανθρώπινη ψυχολογία (Fowler 2003).

Επιπλέον, οι πυρκαγιές έχουν δυσμενείς επιπτώσεις στις ανθρώπινες δραστηριότητες γιατί  συμβάλλουν στη δημιουργία καταστροφικών πλημμυρών, οι οποίες παρασύρουν ταυτόχρονα τα ορεινά εδάφη προκαλώντας διάβρωση και σταδιακή ερημοποίηση των πληγέντων περιοχών (Miller et al. 2003). Το σημαντικότερο φυσικό χαρακτηριστικό του εδάφους που επηρεάζεται από την πυρκαγιά είναι η εδαφολογική δομή του. Το αποτέλεσμα της μεταφοράς θερμότητας στο έδαφος επιφέρει αύξηση της θερμοκρασίας, η οποία επηρεάζει τις φυσικές, χημικές και βιολογικές ιδιότητές του (Neary et al. 2005).

1.3 Συστήματα Γεωγραφικών Πληροφοριών (ΓΣΠ) και εκτίμηση κινδύνου πυρκαγιών

Για την αποτελεσματικότερη εκτίμηση του κινδύνου πυρκαγιάς χρειάζεται αρχικά να προσδιοριστούν η χωρική και η διαχρονική ανάλυση (Cardille and Ventura 2001). Από τη μια πλευρά, η χωρική ανάλυση μπορεί να είναι μεταξύ τοπικής και παγκόσμιας κλίμακας και εξαρτάται από τον τελικό χρήστη που θα χρησιμοποιήσει το σύστημα της εκτίμησης ως διαχειριστικό εργαλείο στο στάδιο της πρόληψης. Από την άλλη πλευρά η χρονική ανάλυση αφορά στη βραχυπρόθεσμη, μεσοπρόθεσμη ή μακροπρόθεσμη εκτίμηση του κινδύνου. Η βραχπρόθεσμη χρησιμοποιείται στην έκτακτη λήψη αποφάσεων σχετικά μετην πρόληψη, όπως η διασπορά κατασταλτικών δυνάμεων, ενώ η μεσοπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη εκτίμης αντιπυρικών περιόδων. Βάσει των όσων αναφέρθηκαν παραπάνω, η χρήση των Συστημάτων Γεωγραφικών Πληροφοριών (ΣΓΠ) κρίνεται αναγκαία για την εκτίμηση του κινδύνου. Τα ΣΓΠ έχουν την ικανότητα να διαχειρίζονται αποτελεσματικά τόσο τις χωρικές όσο και τις διαχρονικές μεταβλητές με αποτέλεσμα να έχουν χρησιμοποιηθεί ευρέως (Salas and Chuvieco 1994, Vasconcelos et al. 1994, Chen et al. 2003).

Οι μεταβλητές που συνήθως λαμβάνονται υπόψη σε εφαρμογές ΣΓΠ για την προτυποποίη

εκτμησης του κινδύνου είναι:

  • Τοπογραφία (υψόμετρο, κλίση, έκθεση)
  • Βλάστηση
  • Μετεωρολογικές συνθήκες
  • Εγγύτητα στο οδικό δίκτυο
  • Απόσταση από τους οικισμούς
  • Ιστορικά στοιχεία πυρκαγιών

Από τις παραπάνω μεταβλητές, η βλάστηση είναι η πιο περίπλοκη στη χαρτογράφηση. Διαφορετικά είδη βλάστησης δεν συνεπάγονται απαραίτητα διαφορετικό κίνδυνο στην εμφάνιση πυρκαγιάς. Περιοχές με τα ίδια είδη βλάστησης μπορούν να έχουν διαφορετικό κίνδυνο λόγω μορφολογίας (ύψος, πυκνότητα), κατάστασης (περιεχόμενη υγρασία) και ποσότητας της βλάστησης. Αυτή η διαφοροποίηση συνοψίζεται στα διαφορετικά μοντέλα καύσιμης ύλης (Deeming et al. 1977, Andrews 1986). Ένα μοντέλο καύσιμης ύλης ορίζεται από την ταξινόμηση των ειδών βλάστησης σύμφωνα με την πιθανή  καύση (Anderson 1982). Εκτός από το είδος και την κατάσταση της βλάστησης, ο ανθρώπινος παράγοντας έχει μεγάλη σημασία στην εκτίμηση του κινδύνου, κυρίως στις Μεσογειακές χώρες όπου αποτελεί μια από τις κύριες αιτίες έναρξης δασικών πυρκαγιών είτε από απροσεξία είτε από εμπρησμό. Η χωρική ανάλυση της ανθρώπινης επικινδυνότητας είναι αρκετά περίπλοκη λόγω της δυσκολίας να απεικονισθούν χωρικά οι ανθρώπινες δραστηριότητες (Vega-Garcia et al. 1993). Η κύρια μέθοδος που χρησιμοποιείται για τη χαρτογράφηση του κινδύνου λόγω της ανθρώπινης παρουσίας είναι η συσχέτιση της χωρικής κατανομής της έναρξης των πυρκαγιών με την εγγύτητα σε ανθρώπινες δραστηριότητες (Bovio and Camia 1994, Chuvieco and Salas 1996). Όσον αφορά στις μετεωρολογικές μεταβλητές, το κύριο πρόβλημα έγκειται στην χωρική τους κατανομή λαμβάνοντας σημειακές μετρήσεις. Για την χωρική παρεμβολή τον κλιματολογικών δεδομένων χρησιμοποιούνται κυρίως:

  • Πολύγωνα Thiessen
  • Μέση βαρύνουσα απόσταση
  • Παρεμβολή Kriging
  • Πολλαπλή παλινδρόμηση με τη και άλλων μεταβλητών

Οι τρεις αρχικές μέθοδοι βασίζονται στην απόσταση, ενώ η τελευταία προϋποθέτει ότι υπάρχει συσχέτιση μεταξύ των μετεωρολογικών μεταβλητών και κάποιων άλλων παραμέτρων όπως το υψόμετρο. Μεγαλύτερη δυσκολία παρουσιάζεται στη χωρική κατανομή του ανέμου, λόγω της ροής του και της δυσκολίας να μοντελοποιηθεί σε ένα σύνθετο ανάγλυφο (McCutchan and Fox 1986, Ross et al. 1988). Για την χωρική κατανομή μετεωρολογικών δεδομένων σε περιοχές με σύνθετη και περίπλοκη τοπογραφία, έχουν αναπτυχθεί μοντέλα τρισδιάστατης κατανομής μετεωρολογικών παραμέτρων τα οποία βασίζονται στο Ψηφιακό Μοντέλο Εδάφους και σημειακές μετρήσεις από μετεωρολογικούς σταθμούς (Running and Thornton 1996).

Οι περισσότερες ερευνητικές προσεγγίσεις διαφοροποιούνται στις παραμέτρους που λαμβάνουν υπόψη και στον τρόπο συσχέτισής τους με την εκτίμηση του κινδύνου. Οι Bovio and Camia (1994) χρησιμοποιώντας ΣΓΠ ανέπτυξαν μια μεθοδολογία εκτίμησης του κινδύνου σε μικρή κλίμακα βασιζόμενη στην ταξινόμηση γεωγραφικών περιοχών με βάση το ιστορικό πυρκαγιών της κάθε περιοχής. Η μέθοδος ομαδοποίησης δεδομένων που χρησιμοποιήθηκε κατά την ταξινόμηση ήταν η ιεραρχική συσσώρευση η οποία επιτυγχάνει την ελάχιστη διακύμανση για κάθε ομάδα δεδομένων.

Οι Alcazar et al. (1998) χρησιμοποίησαν μεθόδους πολυκριτηριακής ανάλυσης για την εκτίμηση της διακινδύνευσης και της επικινδυνότητας. Οι μεταβλητές που χρησιμοποίησαν για την εκτίμηση της διακινδύνευσης ήταν αποστάσεις από περιοχές που σχετίζονται με ανθρώπινη παρουσία ή δραστηριότητες ενώ για την εκτίμηση της επικινδυνότητας έλαβαν υπόψη την κλίση του εδάφους, τα μοντέλα καύσιμης ύλης, την πυκνότητα τω δρόμων και την απόσταση από σημεία ανεφοδιασμού νερού. Για την εξαγωγή των βαρών κάθε μεταβλητής χρησιμοποιήθηκε η Αναλυτική Διαδικασία Ιεράρχησης (Analytical Hierarchy Process), κατά την οποία πραγματοποιήθηκε σύγκριση ανά δύο μεταβλητές ή κριτήρια από ομάδες εξειδικευμένων σε δασικές πυρκαγιές (πανεπιστήμια, δημόσιες και ιδιωτικές υπηρεσίες).

Τα τελευταία χρόνια άρχισαν να εφαρμόζονται νέες τεχνικές για την πρόβλεψη μιας εξαρτημένης μεταβλητής, όπως είναι η εμφάνιση της πυρκαγιάς, η οποία βασίζεται σε μια σειρά ανεξάρτητων παρατηρήσεων· μια από αυτές είναι η λογιστική παλινδρόμηση, η οποία χρησιμοποιείται για την εκτίμηση της πιθανότητας εμφάνισης ενός γεγονότος. Η εξαρτημένη μεταβλητή είναι δυαδική και εκφράζεται με 0 ή 1 (Bachmann and Allgower 1998).

Στις περισσότερες περιπτώσεις που παρουσιάστηκαν παραπάνω, οι πυρκαγιές έχουν διαχειριστεί και εξεταστεί ως σημειακά γεγονότα. Για να ελαχιστοποιηθεί η επίδραση της αβεβαιότητας που παρουσιάζεται στα σημειακά φαινόμενα, διερευνώνται νέες μεθοδολογίες που θα μετατρέπουν τα σημειακά φαινόμενα σε συνεχείς επιφάνειες, χρήσιμες για τη χαρτογράφηση της εμφάνισης πυρκαγιών σε εθνικό και τοπικό επίπεδο (Davis et al. 2000). Μια από τις μεθόδους αυτές είναι η Kernel density η οποία έχει χρησιμοποιηθεί στην πρωταρχική της μορφή βασισμένη σε υποκειμενικές, εκ των προτέρων, επιλογές των παραμέτρων της (Koutsias et al. 2004, De la Riva et al. 2004), αλλά και μετά από βαθμονόμηση των παραμέτρων όπως περιγράφεται στην τεχνική Kernel density adaptive mode από τους Amatulli et al. (2007). Τέλος, έχει δοθεί έμφαση στην δημιουργία εργαλείων που θα μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως Συστήματα Υποστήριξη Λήψεων Αποφάσεων (Decision Support Systems). Οι Vasconcelos et al. (2002) ανέπτυξαν ένα δυναμικό Σύστημα Γεωγραφικών Πληροφοριών (ΣΓΠ) που προσομοιώνει χωρικά και διαχρονικά φαινόμενα όπως είναι οι δασικές πυρκαγιές, ενώ οι Kaloudis et al. (2005) παρουσίασαν ένα πολυκριτηριακό Συστήματα Υποστήριξης Λήψεων Αποφάσεων που βασίζεται στη χρήση Ασαφών Συνόλων (Fuzzy Sets). Η ιεραρχική δομή των κανόνων που χρησιμοποιήθηκαν είναι ικανή για μακρυπρόθεσμο δασικό σχεδιασμό, καθώς παρέχει πρόβλεψη για μελλοντικό κίνδυνο πυρκαγιάς και καθορισμό των προκατασταλτικών μέτρων που πρέπει να ληφθούν. Τα Ασαφή Σύνολα χρησιμοποίησε και ο Iliadis (2005) για την κατηγοριοποίηση των νομαρχιών της Ελλάδος ως προς το μακρυπρόθεσμο κίνδυνο πυρκαγιών βασιζόμενος στις πυρκαγιές της περιόδου 1983-1996. Η ακρίβεια του Συστήματος Λήψεων Αποφάσεων που ανέπτυξε έφτασε το 60% για τις 10 νομαρχίες με τον υψηλότερο κίνδυνο πυρκαγιάς σύμφωνα και με τα πραγματικά δεδομένα του έτους 1997.

2. ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ

2.1 Περιοχή μελέτης

Η περιοχή του νομού Ηλείας, περικλείεται μεταξύ των συντεταγμένων 370 22΄15,6΄΄και 380 06΄20,5΄΄ βόρειο γεωγραφικό πλάτος και 210 06΄22,3΄΄ και 220 00΄14,2΄΄ ανατολικό γεωγραφικό μήκος.

Στο νομό Ηλείας, συναντάμε και τις τρεις ζώνες δασικής βλάστησης, που απαντώνται στη χώρα μας. Τη ζώνη των αείφυλλων σκληρόφυλλων πλατύφυλλων, τη ζώνη των φυλλοβόλων δρυών και τη ζώνη της Ελάτης - Μαύρης Πεύκης. Επίσης, συναντάμε και ένα μικρό ποσοστό ψευδαλπικών περιοχών, στην περιοχή του Ερύμανθου. Στην εικόνα 1 απεικονίζεται η περιοχή μελέτης.

Εικόνα 1 Περιοχή μελέτης

Η περιοχή έρευνας μας (Εικόνα 2), εντοπίζεται, στο νομό Ηλείας, ο οποίος συνορεύει Β-ΒΑ με το Νομό Αχαΐας, ανατολικά με το Νομό Αρκαδίας και νότια με το Νομό Μεσσηνίας. Δυτικά βρέχεται από το Ιόνιο Πέλαγος. Ο Νομός Ηλείας, υπάγεται στην Περιφέρεια της Δυτικής Ελλάδος, έχει έκταση 261.241 ha με πληθυσμό 193.429 κατοίκους και με πυκνότητα πληθυσμού 74 κατ/km2. Από την έκταση του νομού, 58% είναι πεδινά, 21,20% είναι ημιορεινά, και 20,80% ορεινά εδάφη, σύμφωνα με την ΕΣΥΕ (1991). Τα νερά καλύπτουν έκταση 202 ha.

Εικόνα 2 Περιοχή μελέτης (με κίτρινο χρώμα) στο ArcGIS Explorer

Η περιοχή μελέτης, καταλαμβάνει το δυτικό τμήμα της Πελοποννήσου και εντοπίζεται στην Ελληνική ζώνη καταβύθισης, μεταξύ της Αφρικανικής και της Ευρωπαϊκής πλάκας. Η γεωμετρία της βυθιζόμενης πλάκας είναι, σε γενικές γραμμές, ομαλή στην περιοχή αυτή. Γενικά η Δυτική Πελοπόννησος, χαρακτηρίζεται από την παρουσία μεγάλων νεοτεκτονικών δομών που αντιστοιχούν είτε σε τεκτονικά βυθίσματα (Graben) είτε σε τεκτονικά κέρατα (Horst). Αυτές οι δομές οριοθετούνται από ζώνες διάρρηξης με διεύθυνση Α-Δ και ΒΒΔ-ΝΝΑ, δημιουργώντας ένα σύνθετο μωσαϊκό με ιδιαίτερα νεοτεκτονικά, δομικά και χαρακτηριστικά εξέλιξης για κάθε ένα από τα τμήματά του.

Το κλίμα στην περιοχή, χαρακτηρίζεται από ήπιους χειμώνες, άφθονες βροχοπτώσεις, σχετικά μικρή νέφωση και μεγάλη ηλιοφάνεια. Η μείωση των βροχοπτώσεων και των χιονοπτώσεων στα ορεινά, τα τελευταία χρόνια, έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση των αποθεμάτων νερού στα φράγματα, τα οποία χρησιμοποιούνται μόνο για άρδευση και τον μη εμπλουτισμό με τις απαραίτητες ποσότητες για τη συντήρηση του υπόγειου υδροφόρου ορίζοντα.

2.2 Υλικά και μέθοδοι

Χάρτης κινδύνου έναρξης δασικών πυρκαγιών

Για τη σύνταξη του ετήσιου χάρτη κινδύνου έναρξης δασικών πυρκαγιών στην περιοχή επιβάλλεται η διάκριση ζωνών επικινδυνότητας. Αυτό επιτυγχάνεται με την αλληλοεπικάλυψη και δημιουργία σταθμικών δεικτών μέσω πολυκριτηριακής ανάλυσης στους παρακάτω θεματικούς χάρτες:

1)              Χάρτης βλάστησης (είδη)

2)              Χάρτης χωρικής κατανομής πυρκαγιών. Τοποθέτηση με κουκίδα, σύμφωνα με τις συντεταγμένες τους, όλες οι δασικές πυρκαγιές που συνέβησαν τα τελευταία 20 χρόνια.

3)              Χάρτης έντασης βόσκησης. Εκφράζεται ως ο αριθμός βοσκόντων ζώων ανά μονάδα επιφανείας σε μια συγκεκριμένη περιοχή.

4)              Χάρτης πληθυσμιακής πίεσης. Εκφράζεται ως ο αριθμός κατοίκων ανά μονάδα επιφανείας.

Χάρτης ευπάθειας

Ο χάρτης αυτός δύναται να ονομάζεται χάρτης ευπάθειας ή χάρτης αυξημένης δυσκολίας δασοπυρόσβεσης. Αυτός επιτυγχάνεται με την αλληλοεπικάλυψη και δημιουργία σταθμικών δεικτών μέσω πολυκριτηριακής ανάλυσης στους παρακάτω θεματικούς χάρτες:

1) Χάρτης βλάστησης

2) Χάρτης ανάγλυφου.

3) Χάρτης οδικού δικτύου. Καταγραφή όλων των δρόμων ανά κατηγορία και καταγραφή της οδικής πυκνότητας της περιοχής.

4) Χάρτης σημείων υδροληψίας. Σημειώνονται όλες οι τοποθεσίες όπου είναι δυνατός ο ανεφοδιασμός των πυροσβεστικών οχημάτων με νερό.

 Χάρτης επικινδυνότητας

  Ο χάρτης αυτός δύναται να ονομάζεται συνολικός χάρτης επικινδυνότητας και επιτυγχάνεται με την αλληλοεπικάλυψη και δημιουργία σταθμικών δεικτών* στους παρακάτω θεματικούς χάρτες:

1) Χάρτης κινδύνου έναρξης δασικών πυρκαγιών (ετήσιος).

2) Χάρτης ευπάθειας (ετήσιος).

Οι τελικοί χάρτες έχουν την κλίμακα πυροεπικινδυνότητας του Εθνικού Συστήματος Πρόγνωσης Κινδύνου Έναρξης Δασικών Πυρκαγιών (NFDRS) (Deeming et al. 1977) που είναι  παγκοσμίως αποδεκτή:

                          Κλάση IV – Πολύ υψηλός κίνδυνος

                          Κλάση ΙΙΙ – Υψηλός κίνδυνος

                          Κλάση ΙΙ   – Μέτριος κίνδυνος

                          Κλάση Ι    –  Χαμηλός κίνδυνος

3. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ

3.1 Χωρική κατανομή πυρκαγιών

Ο υπολογισμός του δείκτη επικινδυνότητας πυρκαγιάς στην περιοχή μελέτης πραγματοποιήθηκε σε περιβάλλον Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών.

O τελικός δείκτης επικινδυνότητας προέκυψε από τη σύνθεση του δείκτη κινδύνου έναρξης πυρκαγιάς και του δείκτη ευπάθειας πυρκαγιάς.

Εικόνα 3 Χωρική κατανομή των εστιών των πυρκαγιών στην περιοχή μελέτης

3.2 Δείκτης κινδύνου έναρξης πυρκαγιάς

Για τον υπολογισμό του δείκτη κινδύνου έναρξης πυρκαγιάς, αρχικά αναλύθηκε οπτικά η συχνότητα εμφάνισης πυρκαγιών με βάση τα διαθέσιμα ιστορικά στοιχεία (Εικόνα 3). Η περιοχή μελέτης εμφανίζει σημαντικές ιδιαιτερότητες, οι οποίες επιγραμματικά είναι οι παρακάτω:

  • Γενικότερα παρατηρούνται συγκεντρώσεις εμφάνισης πυρκαγιών σε τέσσερα διαφορετικά σημεία της περιοχής μελέτης (Ανατολικά, Δυτικά, Βόρεια και στο μέσο).
  • Στο ΒΔ τμήμα της περιοχής εμφανίζεται πολύ υψηλή και εξαιρετικά υψηλή συχνότητα εμφάνισης πυρκαγιών, παρά το γεγονός ότι εμφανίζει ταυτόχρονα υψηλότατο υψόμετρο, περιορίζοντας κατ αυτό τον τρόπο τις ανθρωπογενείς δραστηριότητες όπως διάνοιξη οδών, γεωργικές καλλιέργειες κ.λπ. οι οποίες, ιδιαίτερα στα Μεσογειακά οικοσυστήματα, είναι ο κύριος παράγοντας εμφάνισης πυρκαγιών.
  • Στην περιοχή μελέτη, εκτός από ένα ανατολικό τμήμα, όπου υπάρχουν μεγάλοι  πληθυσμιακά δήμοι, υπάρχουν γενικότερα πολλοί μικροί διάσπαρτοι οικισμοί, χωρίς να παρατηρείται κάποια ιδιαίτερη συσχέτιση με την εμφάνιση πυρκαγιών

Για τους παραπάνω λόγους, δεν χρησιμοποιήθηκαν στατιστικά μοντέλα για τον υπολογισμό του δείκτη κινδύνου πυρκαγιάς, τα οποία εμφάνισαν μειωμένη στατιστική σημαντικότητα και αξιοπιστία. Αντίθετα, χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος της ανάπτυξης εμπειρικών μοντέλων, στα οποία οι μεταβλητές που διαμορφώνουν τον κίνδυνο έναρξης πυρκαγιάς, σταθμίστηκαν ως προς την σπουδαιότητά τους και συνδυάστηκαν σε μια εξίσωση.

Κωδικοποίηση μεταβλητών

Για την χαρτογραφική απεικόνισή του δείκτη κινδύνου έναρξης πυρκαγιάς, χρησιμοποιήθηκαν τα παρακάτω επίπεδα πληροφορίας (layers):

  • Χάρτης κάλυψης γης/βλάστησης
  • Χάρτης χωρικής κατανομής πυρκαγιών
  • Χάρτης γειτνίασης γεωργικών-δασικών περιοχών
  • Χάρτης υψομετρικών ζωνών

Οι παραπάνω μεταβλητές ποσοτικοποιούν τις συνιστώσες της τοπογραφίας, των ανθρώπινων επιδράσεων, της καύσιμης ύλης και του πυρικού ιστορικού, οι οποίες και καθορίζουν τον μακροχρόνιο κίνδυνο έναρξης πυρκαγιάς. Για την μετατροπή αρχικών σημειακών (όπως εστίες πυρκαγιών) αλλά και γραμμικών φαινομένων σε επιφανειακά εκτιμήθηκε η πυκνότητα τους στο χώρο.  Η εκτίμηση της πυκνότητας μπορεί να υπολογιστεί σε μια σειρά σημείων της περιοχής μελέτης και έτσι προκύπτει μια στατιστική επιφάνεια που μας δίνει μια εκτίμηση της διασποράς και διάταξης των σημειακών παρατηρήσεων στην περιοχή μελέτης.

Στη συγκεκριμένη μελέτη χρησιμοποιήθηκε μια μέθοδος που στηρίζεται στη χρησιμοποίηση συναρτήσεις πυρήνα (kernel methods). Οι συναρτήσεις αυτές προσδίδουν μεγαλύτερη βαρύτητα στα σημεία που βρίσκονται πιο κοντά στο σημείο υπολογισμού της πυκνότητας από ότι στα σημεία που απέχουν περισσότερο. Έτσι προκύπτει μια πιο ομαλοποιημένη στατιστική επιφάνεια της πυκνότητας για κάθε σημείο της περιοχής μελέτης.

Για τον υπολογισμό της πυκνότητας των δασικών πυρκαγιών η ακτίνα καθορίστηκε στα 2,4 χλμ όπως εκτιμήθηκε βάση της μέσης απόστασης γειτονικού σημείου (Koutsias et al. 2004).

Στη συνέχεια πραγματοποιήθηκε επανα-ταξινόμηση και κωδικοποίηση των όλων των επιπέδων πληροφορίας σε τέσσερις κατηγορίες κινδύνου, παράλληλα με την μετατροπή τους από διανυσματική σε ψηφιδωτή μορφή αρχείων, η οποία θεωρείται η πλέον κατάλληλη για χωρική ανάλυση και συνδυασμό πληροφοριών.

Τα διαφορετικά είδη κάλυψης/βλάστησης της περιοχής μελέτης κωδικοποιήθηκαν ως προς την επικινδυνότητά τους για έναρξη πυρκαγιάς σύμφωνα με τον παρακάτω πίνακα:

α/α Κάλυψη γης Κατηγορία κινδύνου
1 Οικισμοί, Ελάτη, Οξιά, γυμνά, γεωργικές εκτάσεις, άγονες περιοχές ΧΑΜΗΛΟΣ
2 Καστανιά, πλάτανος, ΜΕΤΡΙΟΣ
3 Βοσκότοποι, Δρυς, μαύρη πεύκη,  χαλέπιος πεύκη ΥΨΗΛΟΣ
4 Αείφυλλα πλατύφυλλα και θαμνώνες, Εγκαταλελειμμένοι αγροί ΠΟΛΥ ΥΨΗΛΟΣ

Παρομοίως, για τα υπόλοιπα επίπεδα πληροφορίας η κατηγοριοποίησή τους πραγματοποιήθηκε με ανάλυση του ιστογράμματος των παρατηρούμενων τιμών:

α/α Πυκνότητα πυρκαγιών (ανά τετρ.χλμ) Κατηγορία κινδύνου
1 0.0-0.019 ΧΑΜΗΛΟΣ
2 0.019-0.057 ΜΕΤΡΙΟΣ
3 0.0057-0.102 ΥΨΗΛΟΣ
4 0.102-0.188 ΠΟΛΥ ΥΨΗΛΟΣ
α/α Απόσταση δασικών από αγροτικές περιοχές Κατηγορία κινδύνου
1 0-500 ΠΟΛΥ ΥΨΗΛΟΣ
2 500-1000 ΥΨΗΛΟΣ
3 1000-1500 ΜΕΤΡΙΟΣ
4 1500-2000 ΧΑΜΗΛΟΣ
α/α Υψόμετρο Κατηγορία κινδύνου
1 0 – 300 ΠΟΛΥ ΥΨΗΛΟΣ
2 300 – 600 ΥΨΗΛΟΣ
3 600 – 1000 ΜΕΤΡΙΟΣ
4 >1000 ΧΑΜΗΛΟΣ

Αποτελέσματα

Από το συνδυασμό (overlay) των τεσσάρων αυτών επιπέδων προέκυψε ο χάρτης κινδύνου έναρξης πυρκαγιάς. Από τους παραπάνω παράγοντες, μεγαλύτερη έμφαση (βαρύτητα) δόθηκε στην κάλυψη γης, καθότι εμφάνισε την μεγαλύτερη (αν και πάλι χαμηλή συσχέτιση με την συχνότητα εμφάνισης πυρκαγιών).

ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΕΝΑΡΞΗΣ ΠΥΡΚΑΓΙΑΣ = 10* Κάλυψη γης +5* Πυκνότητα πυρκαγιών+3* Γειτνίαση αγροτικών εκτάσεων +2* Υψομετρικές ζώνες

Η διάκριση του δείκτη σε τάξεις έγινε σύμφωνα με την παρακάτω κατηγοριοποίηση:

Κάλυψη γης Πυκνότητα πυρκαγιών Ένταση βόσκησης Πληθυσμιακή πίεση ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΕΝΑΡΞΗΣ ΠΥΡΚΑΓΙΑΣ
        ΧΑΜΗΛΟΣ
ΜΕΤΡΙΟΣ ΜΕΤΡΙΟΣ ΜΕΤΡΙΟΣ ΜΕΤΡΙΟΣ 40
        ΜΕΤΡΙΟΣ
ΜΕΤΡΙΟΣ ΠΟΛΥ ΥΨΗΛΟΣ ΜΕΤΡΙΟΣ ΜΕΤΡΙΟΣ 50
        ΥΨΗΛΟΣ
ΜΕΤΡΙΟΣ ΠΟΛΥ ΥΨΗΛΟΣ ΥΨΗΛΟΣ ΥΨΗΛΟΣ 55
        ΠΟΛΥ ΥΨΗΛΟΣ

Όπως παρατηρείται (4), σύμφωνα με τον τελικό χάρτη κινδύνου έναρξης πυρκαγιάς, παρουσιάζεται πολύ υψηλός δυνητικός κίνδυνος έναρξης πυρκαγιάς σε περιοχές όπου και στη πραγματικότητα έχουν παρατηρηθεί πολύ συχνές πυρκαγιές (3), γεγονός που επιβεβαιώνει την αξιοπιστία του μοντέλου που αναπτύχθηκε.

Εικόνα 4 Χαρτογραφική απεικόνιση του δείκτη κινδύνου έναρξης πυρκαγιάς


  1. Δείκτης ευπάθειας πυρκαγιάς

Κωδικοποίηση μεταβλητών

Για τον υπολογισμό του δείκτη ευπάθειας πυρκαγιάς και την χαρτογραφική απεικόνισή του, αξιολογήθηκαν αρχικά τα παρακάτω επίπεδα πληροφορίας (layers):

  • Χάρτης κάλυψης γης/βλάστησης.
  • Χάρτης συγκόμωσης
  • Χάρτης κλίσεων.
  • Χάρτης εκθέσεων.
  • Χάρτης υψομέτρου.
  • Χάρτης πυκνότητας οδικού δικτύου.
  • Χάρτης πυκνότητας πληθυσμού
  • Χάρτης υφιστάμενων σημείων υδροληψίας.

Η μεθοδολογία κωδικοποίησης που ακολουθήθηκε ήταν παρόμοια με την προηγούμενο δείκτη. Εξ αυτών τα σημεία υδροληψίας δεν χρησιμοποιήθηκαν στη συνέχεια, καθότι εμφάνιζαν πολύ μεγάλη συγκέντρωση σε ένα μικρό τμήμα της περιοχής μελέτης. 

Οι παράμετροι που επηρεάζουν την πιθανή ευπάθεια  της περιοχής μελέτης σε περίπτωση πυρκαγιάς  κατηγοριοποιήθηκαν ως εξής:

α/α Κάλυψη γης Κατηγορία κινδύνου
1 Οικισμοί, Ελάτη, Οξιά, γυμνά, γεωργικές εκτάσεις, άγονες περιοχές ΧΑΜΗΛΟΣ
2 Καστανιά, πλάτανος, ΜΕΤΡΙΟΣ
3 Βοσκότοποι, Δρυς, μαύρη πεύκη,  χαλέπιος πεύκη ΥΨΗΛΟΣ
4 Αείφυλλα πλατύφυλλα και θαμνώνες, Εγκαταλελειμμένοι αγροί ΠΟΛΥ ΥΨΗΛΟΣ
α/α Έκθεση Κατηγορία κινδύνου
1 Βόρεια (Β) ΧΑΜΗΛΟΣ
2 ΝΑ, Α, Δ, ΝΔ ΜΕΤΡΙΟΣ
3 ΝΑ ΥΨΗΛΟΣ
4 Ν, ΝΔ ΠΟΛΥ ΥΨΗΛΟΣ
α/α Κλίση Κατηγορία κινδύνου
1 0-5 ΧΑΜΗΛΟΣ
2 5-15 ΜΕΤΡΙΟΣ
3 15-35 ΥΨΗΛΟΣ
4 35- ΠΟΛΥ ΥΨΗΛΟΣ
α/α Υψόμετρο Κατηγορία κινδύνου
1 0 – 300 ΧΑΜΗΛΟΣ
2 300-600, ΜΕΤΡΙΟΣ
3 600- 1000 ΥΨΗΛΟΣ
4 >1000 ΠΟΛΥ ΥΨΗΛΟΣ
α/α Πυκνότητα οδικού δικτύου Κατηγορία κινδύνου
1 0-1.2 ΠΟΛΥ ΥΨΗΛΟΣ
2 1.2-2.3 ΥΨΗΛΟΣ
3 2.3-3.5 ΜΕΤΡΙΟΣ
4 3.5- ΧΑΜΗΛΟΣ
α/α Πυκνότητα πληθυσμού Κατηγορία κινδύνου
1 0-45 ΠΟΛΥ ΥΨΗΛΟΣ
2 45-95 ΥΨΗΛΟΣ
3 95-145 ΜΕΤΡΙΟΣ
4 145- ΧΑΜΗΛΟΣ
α/α Συγκόμωση (%) Κατηγορία κινδύνου
1 0-10 ΧΑΜΗΛΟΣ
2 10-40 ΜΕΤΡΙΟΣ
3 40-70 ΥΨΗΛΟΣ
4 70-100 ΠΟΛΥ ΥΨΗΛΟΣ

Αποτελέσματα

Για τον καθορισμό των συντελεστών βαρύτητας, εξετάστηκαν η συσχέτιση (Spearman's rho) της έκτασης των καμένων εκτάσεων με τους παράγοντες που αναφέρθηκαν παραπάνω. Βάση της παραπάνω στατιστικής ανάλυσης καθορίστηκε το παρακάτω μοντέλο:

ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΕΥΠΑΘΕΙΑΣ ΠΥΡΚΑΓΙΑΣ= 10000* Συγκόμωση +500* Βλάστηση +3* Κλίση + 3* Πυκνότητα οδικού δικτύου + 3* Έκθεση

Η διάκριση του δείκτη σε τάξεις έγινε σύμφωνα με την παρακάτω κατηγοριοποίηση:

Συγκόμωση Βλάστηση Κλίση Πυκνότητα οδικού δικτύου Έκθεση ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΕΥΠΑΘΕΙΑΣ ΠΥΡΚΑΓΙΑΣ
           
          ΧΑΜΗΛΟΣ
ΜΕΤΡΙΟΣ ΜΕΤΡΙΟΣ ΧΑΜΗΛΟΣ ΧΑΜΗΛΟΣ ΧΑΜΗΛΟΣ 38
          ΜΕΤΡΙΟΣ
ΥΨΗΛΟΣ ΜΕΤΡΙΟΣ ΥΨΗΛΟΣ ΜΕΤΡΙΟΣ ΜΕΤΡΙΟΣ 55
          ΥΨΗΛΟΣ
ΠΟΛΥ ΥΨΗΛΟΣ ΥΨΗΛΟΣ ΜΕΤΡΙΟΣ ΥΨΗΛΟΣ ΥΨΗΛΟΣ 70
          ΠΟΛΥ ΥΨΗΛΟΣ

Βάση των παραπάνω ορίων, προέκυψε ο χάρτης ευπάθειας της περιοχής μελέτης σε περίπτωση πυρκαγιάς (εικόνα 5). Η πιο επικίνδυνη περιοχή είναι το κεντρικό και δυτικό τμήμα της περιοχής. Σε αυτή την ευρύτερη περιοχή κατά το παρελθόν καταγράφηκαν και οι μεγαλύτερες σε έκταση πυρκαγιές.

Εικόνα 5 Χάρτης κινδύνου ευπάθειας από την πυρκαγιά

  1. Δείκτης επικινδυνότητας πυρκαγιάς

Ο τελικός χάρτης επικινδυνότητας (εικόνα 6) προήλθε από το συνδυασμό (πρόσθεση) του δείκτη κινδύνου έναρξης πυρκαγιάς και του δείκτη ευπάθειας πυρκαγιάς.

Επικινδυνότητα = 0.5*ευπάθεια + 0.5 έναρξη

α/α Τιμές Κατηγορία κινδύνου
1 1 ΧΑΜΗΛΟΣ
2 1-2 ΜΕΤΡΙΟΣ
3 2-3 ΥΨΗΛΟΣ
4 3-4 ΠΟΛΥ ΥΨΗΛΟΣ

 

Εικόνα 6 Δείκτης επικινδυνότητας πυρκαγιάς

4. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Ο βασικός στόχος της παρούσας μελέτης ήταν η ανάπτυξη ενός συστήματος ποσοτικής εκτίμησης του κινδύνου έναρξης δασικών πυρκαγιών με πεδίο εφαρμογής το νομό της Ηλείας. Ο όρος ‘σύστημα’ ενσωματώνει τους περιορισμούς και τις προϋποθέσεις κάτω από τις οποίες πραγματοποιήθηκε η συγκεκριμένη έρευνα. Δηλαδή, δεν έγινε προσπάθεια να αναπτυχθεί μια αμιγώς ερευνητική μεθοδολογία εκτίμησης του κινδύνου η οποία, υπό τις υπάρχουσες συνθήκες, θα ήταν αδύνατο να ενσωματωθεί στην ελληνική πραγματικότητα είτε λόγω κόστους είτε λόγω μη διαθεσιμότητας στοιχείων, είτε λόγω έλλειψης τεχνογνωσίας.

Η μεθοδολογία που παρουσιάστηκε αναπτύχθηκε με γνώμονα τις ιδιαιτερότητες του Ελλαδικού χώρου καθώς και τον, έως τώρα, τρόπο λειτουργίας των υπηρεσιών που ασχολούνται με τις δασικές πυρκαγιές και τα διαθέσιμα δεδομένα και στοιχεία. Το σύστημα που δημιουργήθηκε βασίστηκε στις αιτίες των πυρκαγιών που εμφανίζονται σε περιοχή του νομού Ηλείας, αλλά η μεθοδολογία είναι κατά τέτοιο τρόπο δομημένη ώστε να μπορεί να εφαρμοστεί και σε άλλες περιοχές όπου τα χωρικά πρότυπα και οι αιτίες πυρκαγιών είναι τελείως διαφορετικές. Σε αυτήν την περίπτωση θα πρέπει να συλλεχθούν δεδομένα για την περιοχή μελέτης ενώ ενδεχομένως θα πρέπει να συμπεριληφθούν νέες μεταβλητές ή να μη ληφθούν ορισμένες μεταβλητές από αυτές που χρησιμοποιήθηκαν σε αυτήν την διατριβή. Η επιλογή των παραμέτρων πρέπει να γίνει ανάλογα με τις αιτίες των πυρκαγιών που εμφανίζονται στην υπό εξέταση περιοχή.

Πρέπει να σημειωθεί ότι η μεθοδολογία που αναπτύχθηκε στην παρούσα μελέτη είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθεί και σε άλλες εφαρμογές εκτός της εκτίμησης κινδύνου έναρξης δασικών πυρκαγιών. Οι εφαρμογές αυτές μπορούν να περιλαμβάνουν την εκτίμηση πιθανότητας εμφάνισης ή αναμενόμενης τιμής ενός φαινομένου σε ένα συγκεκριμένο χώρο και χρόνο. Έτσι, θα μπορεί να εξεταστεί αν η εμφάνιση ή η αναμενόμενη τιμή του φαινομένου οφείλονται στη χωροχρονική κατανομή των αιτιών που την προκαλούν. Τέτοια φαινόμενα μπορεί να είναι είτε άλλες φυσικές καταστροφές (π.χ. σεισμοί) ή άλλα φαινόμενα περιβαλλοντικά (π.χ. εμφάνιση ενός είδους πανίδας ή χλωρίδας). Απαραίτητη προϋπόθεση για την εφαρμογή της μεθοδολογίας στις παραπάνω εφαρμογές, είναι η ύπαρξη βάση ιστορικών δεδομένων του υπό εξέταση φαινομένου καθώς και τα αντίστοιχα ιστορικά δεδομένα των γενεσιουργών αιτιών του.

Με βάση τα συμπεράσματα αλλά και τις δυσκολίες που ανέκυψαν κατά την εφαρμογή της μεθοδολογίας, προκύπτει η ανάγκη για περαιτέρω έρευνα σε ορισμένους τομείς αλλά και η βελτιστοποίηση ορισμένων διαδικασιών. Ειδικότερα, οι υπηρεσίες που ασχολούνται με τις δασικές πυρκαγιές και, κυρίως, η Πυροσβεστική Υπηρεσία, η οποία ασχολείται με το έργο της κατάσβεσης, θα πρέπει να καταγράφουν σε βάση δεδομένων όλα τα περιστατικά πυρκαγιάς με όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για τη δημιουργία ενός ολοκληρωμένου συστήματος εκτίμησης κινδύνου. Το προσωπικό που καταφθάνει για την αρχική προσβολή θα πρέπει να είναι εφοδιασμένο με GPS για την καταγραφή των συντεταγμένων του σημείου έναρξης καθώς και με φορητές μετρητικές διατάξεις βασικών μετεωρολογικών συνθηκών. Μετά το πέρας της πυρκαγιάς, θα πρέπει να συλλέγονται συμπληρωματικά στοιχεία, όπως: η έκταση της καμένης περιοχής, οι αιτίες έναρξής της καθώς και να πραγματοποιείται χαρτογράφηση της καμένης έκτασης. Έχοντας τα παραπάνω στοιχεία, θα είναι εφικτή η δημιουργία ενός πιο ρεαλιστικού συστήματος, το οποίο θα λαμβάνει υπόψη επικαιροποιημένες χρήσεις γης και μοντέλα καύσιμης ύλης ενώ θα χρησιμοποιούνται οι πραγματικές μετεωρολογικές συνθήκες που επικρατούσαν στην περιοχή .

Επιπλέον, είναι αναγκαία η περαιτέρω έρευνα στη δημιουργία μετεωρολογικών θεματικών επιφανειών υψηλής ανάλυσης. Αν και μπορεί να κριθεί ικανοποιητικός ένας αριθμός μετεωρολογικών σταθμών για μια συγκεκριμένη περιοχή, δεν μπορεί να περιγραφεί με ακρίβεια η επιφανειακή κατανομή των συνθηκών, ιδιαίτερα σε ένα σύνθετο τοπογραφικό περιβάλλον. Επίσης, η πρόγνωση των μετεωρολογικών συνθηκών υψηλής ανάλυσης περιορίζεται από την υπολογιστική ισχύ συνεπώς θα ξεπεραστεί με την πάροδο του χρόνου και τη βελτιστοποίηση της τεχνολογίας.

Επιπλέον, θα πρέπει να γίνει προσπάθεια ώστε η μοντελοποίηση της έναρξης των δασικών πυρκαγιών να λαμβάνει υπόψη την αιτία και την καμένη έκταση. Θα είναι δυνατόν, έτσι, να εντοπιστούν χωρικά πρότυπα ανά αιτία ή/και καμένη έκταση και να απαντηθούν ερωτήματα όπως: (α) που υπάρχει υψηλός κίνδυνος έναρξης πυρκαγιάς από εμπρησμό; (β) που υπάρχει υψηλός κίνδυνος έναρξης πυρκαγιάς με αναμενόμενη καμένη έκταση 10.000 στρέμματα; Η χαρτογράφηση ενός δείκτη έναρξης πυρκαγιών ανά αιτία καθώς και το αναμενόμενο μέγεθος των εν δυνάμει πυρκαγιών θα βοηθήσει στον καθορισμό συγκεκριμένων μέτρων πρόληψης. Για να πραγματοποιηθεί αυτό θα πρέπει να είναι διαθέσιμες ομογενοποιημένες βάσεις δεδομένων που προαναφέρθηκαν παραπάνω

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Alcázar, J., Garcia, C.V., Grauet, M., Pemán, J., & Fernández, Á. (1998). Human risk and fire danger estimation through multicriteria evaluation methods for forest fire prevention in Barcelona, Spain. In Viegas D.X. (ed.), Proceedings of the 3rd International Conference on Forest Fire Research and 14th Conference on Fire and Forest Meteorology (pp. 2379-2387). Coimbra, Portugal 16-20 November 1998. Coimbra, Porugal: University of Coimbra.

Amatulli, G., Peréz-Cabello, F., & De la Riva, J. (2007). Mapping lighting/human-caused wildfires occurrence under ignition point location uncertainty. Ecological Modelling, 200, 321-333.

Andrews, P.L. (1986). BEHAVE: Fire behavior prediction and fuel modelling system. Burn subsystem. GTR INT-194, Part 1. Ogden, UT: USDA Forest Service, Intermountain Forest and Range Experiment Station.

Bachmann, A., & Allgöwer, B. (1998). Framework for wildfire risk analysis. In Viegas D.X. (ed.), Proceedings of the 3rd International Conference on Forest Fire Research and 14th Conference on Fire and Forest Meteorology (pp. 2177-2190). Coimbra, Portugal 16-20 November 1998. Coimbra, Portugal: University of Coimbra.

Bovio, G., & Camia, A. (1997). Land Zoning Based on Fire History. International Journal of Wildland Fire, 7(3), 249 – 258.

Brown, J.K., & Smith, J.K. (eds). (2000). Wildland fire in ecosystems: effects of fire on flora. General Technical Report RMRS-GTR-42 vol.2, 257 pp. Ogden, UT: U.S. Department of Agriculture, Forest Service, Rocky Mountain Research Station.

Cardille, J.A., & Ventura, S.J. (2001). Occurrence of wildfire in the northern Great Lakes Region: Effects of land cover and land ownership assessed at multiple scales. International Journal of Wildland Fire, 10(2001), 145-154.

Chen, K., Blong, R., & Jacobson, C. (2003). Towards an integrated approach to natural hazards risk assessment using GIS: With reference to bushfires. Environmental Management, 31(4), 546-560.

Chuvieco, E., & Salas, J. (1996). Mapping the spatial distribution of forest fire danger using GIS. International Journal of Geographic Information System, 10(3), 333-345.

Davis, J.H., Howe, R.W., & Davis, G.J. (2000). A multi-scale spatial analysis methodfor point data. Landscape Ecology, 15, 99-114.

De la Riva, J., Pérez-Cabello, F., Lana Renault, N., & Koutsias, N. (2004). Mapping forest fire occurrence at a regional scale. Remote Sensing of Environment, 92, 363-369.

Deeming, J.E., Robert, E.B., & Jack, D.C. (1977). The national fire-danger rating system - 1978. General Technical Report INT-39. Ogden, UT: US Department of Agriculture, Forest Service.

Fowler, C.T. (2003). Human Health Impacts of Forest Fires in the Southern United States: A Literature Review. Journal of Ecological Anthropology. 7(2003), 39-63

Iliadis, L.S. (2005). A decision support system applying an integrated fuzzy model for long-term forest fire risk estimation. Environmental Modelling & Software, 20(2005), 613-621.

Λέκκας, Ε.Λ. (2000). Φυσικές και Τεχνολογικές Καταστροφές. Αθήνα: Access Pre-Press

Kaloudis, S., Tocatlidou, A., Lorentzos, N.A., Sideridis, A.B., & Karteris, M. (2005). Assessing Wildfire Destruction Danger: a Decision Support System Incorporating Uncertainty. Ecological Modelling, 181(2005), 25-38.

Koutsias, N., Kalabokidis, K.D., & Allgöwer, B. (2004). Fire occurrence patterns at landscape level: beyond positional accuracy of ignition points with kernel density estimation methods. Natural Resource Modelling, 17(4), 359-376.

Μάργαρης,, Ν. Σ. (1993). Φυσικές Ιστορίες (Περί ανέμων και υδάτων και εδαφών). Αθήνα: Φιλιππότη.

McCutchan, M.H., & Fox, D.G. (1986). Effect of Elevation and Aspect on Wind, Temperature and Humidity. Journal of Climate and Applied Meteorology, 25, 1996-2013.

Miller, J.D., Nyham, J.W., & Yool, S.R. (2003). Modeling potential erosion due to the Cerro Grande Fire wih a GIS-based implementation of the Revised Universal Soil Loss Equation. International Journal of Wildland Fire, 12(2003), 85-100.

Neary, D.G., Ryan, K.C., & DeBano, L.F., (eds). (2005). Wildland fire in ecosystems: effects of fire on soils and water. General Technical Report RMRS-GTR-42-vol.4, 250 pp. Ogden, UT: U.S. Department of Agriculture, Forest Service, Rocky Mountain Research Station.

Pausas, J.G., & Vallejo, V.R. (1999). The role of fire European Mediterranean ecosystems. . In E. Basin. & E. Chuvieco (Eds.), Remote Sensing of Large Wildfires in the European Mediterannean (pp.3-16). Berlin: Springer-Verlag.

Ross, D.G., Smith, I.N., Manins, P.C., & Fox, D.G. (1988). Diagnostic wind field modelling for complex terrain: Model development and testing, Journal of Applied Meteorology, 27, 785-796.

Running, S.W. & Thornton, P.E. (1996). Generating Daily Surfaces of Temperature and Precipitation over Complex Topography. In Goodchild M.F., Steyaert L.T., Parks B.O., Johnston C., Maidment D., Crane M., Glendinning S. (eds), GIS and Environmental Modelling: Progress and Research. Fort Collins, CO: GIS World Books.

Salas, J., & Chuvieco, E. (1994). Geographic Information Systems for wildland fire risk mapping. Wildfire, 3(2), 7-13.

Smith, J.K. (ed.). (2000). Wildland fire in ecosystems: effects of fire on fauna. General Technical Report RMRS-GTR-42-vol.1, 83 pp. Ogden, UT: U.S. Department of Agriculture, Forest Service, Rocky Mountain Research Station.

Vasconcelos, M.J.P., Caetano, M.S., Pereira, J.M.C., & Correia, S. (1994). Spatially distributed estimation of forest fire ignition probabilities. In Viegas D.X. (ed.), Proceedings of the 2nd International Conference on Forest Fire Research (pp. 647-548). Coimbra, Portugal.

Vasconcelos, M.J.P., Goncalves, A., Catry, F.X., Paul, J.U., & Barror, F. (2002). A working prototype of a dynamic geographical information system. International Journal of Geographical Information Science, 16(1), 69-91.

Vega-Garcia, C., Woodard, P.M., & Lee, B. (1993). Geographic and temporal factors that seem to explain human-caused fire occurrence in Whitecourt forest, Alberta, GIS'93 Symposium, Vancouver, 115-119.

Joomla templates by a4joomla